Πλουτεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτεῖς — Πλουτεύς masc acc pl Πλουτεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτέων — Πλουτεύς masc gen pl Πλουτέω̆ν , Πλουτεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτεῖ — Πλουτεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτεῦ — Πλουτεύς masc voc sg Πλουτώ fem nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτῆι — Πλουτεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτῆος — Πλουτεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτέος — Πλουτεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτέως — Πλουτέω̆ς , Πλουτεύς masc gen sg Πλουτεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούτων — I Ο θεός του Κάτω Κόσμου των αρχαίων Ελλήνων, που ονομαζόταν και Άδης, Αΐδης, Αϊδωνεύς, Πλουτεύς. Ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα και, κατά τον Ησίοδο, αδελφός επίσης της Εστίας και της Δήμητρας. Είχε πάρει… … Dictionary of Greek
αχινός — Κοινή ονομασία διαφόρων εχινοδέρμων της ομοταξίας των εχινοειδών, της τάξης των εχινιδών. Τα ζώα αυτά, που είναι γνωστά όχι μόνο για τα μακριά και κινητά αγκάθια με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο μεσοδερμικός ασβεστολιθικός σκελετός τους, αλλά και … Dictionary of Greek